- μεταδιωκτος
- μεταδίωκτοςμετα-δίωκτος3настигнутый
(μ. γενόμενος ὅ κῆρυξ ἧκε Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μ. γενόμενος ὅ κῆρυξ ἧκε Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεταδίωκτος — μεταδίωκτος, ον (Α) [μεταδιώκω] 1. αυτός που καταδιώχθηκε από κάποιον και, αφού συνελήφθη, οδηγήθηκε πάλι πίσω («αὐτίκα μεταδίωκτος γενόμενος ὁ κῆρυξ ἦκε», Ηρόδ.) 2. ο άξιος να καταδιωχθεῑ (μεταδίωκτά τε και εκ παντός αἱρετὰ ταῡτα τὰ μαθήματα»,… … Dictionary of Greek
μεταδίωκτος — pursued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδίωκτον — μεταδίωκτος pursued masc/fem acc sg μεταδίωκτος pursued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)